Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου

                                                                   ΝΕΛ  Β΄ Λυκείου
                                       Σημειώσεις αναλύσεων λογοτεχνικών κειμένων
                                                             Γιώργος Σεφέρης 

Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: Επισημαίνω και συγκρατώ από τα βιο-εργογραφικά στοιχεία για τον ποιητή (ΚΝΕ σσ. 225-6) την ένταξη του Σεφέρη στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα, τα γνωρίσματα της ποιητικής του έκφρασης και τη σημαίνουσα βαρύτητα των ιστορικών γεγονότων πάνω στο έργο του.

                                                            Επί Ασπαλάθων 
                                                           (ΚΝΛ σσ. 214-5)

Εισαγωγικό σημείωμα: Επισημαίνω το χρόνο δημοσίευσης του τελευταίου ποιήματος του Σεφέρη και την περικοπή από την Πολιτεία του Πλάτωνα, που αφορά ‘τους απανταχού της γης’ τυράννους και την παραδειγματική τιμωρία τους, που καταγράφεται λεπτομερειακά.

Σχόλια:
Στην πρώτη στροφική ενότητα (στ. 1-7) προσέχω:
-τη σύμπλεξη τριών φαινομενικά παράταιρων στοιχείων (το Σούνιο, η γιορτή του Ευαγγελισμού, η άνοιξη οροθετούν τον τόπο και το χρόνο του ποιήματος), που εντούτοις ταιριάζουν με κοινό παρονομαστή το απαράδεκτο για τους αρχαίους Έλληνες τυραννικό καθεστώς, την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου (ημέρα Ξεσηκωμού) και την αναγέννηση (όχι μόνο της φύσεως).
-στους στ. 3-7 το μεγαλύτερο βάρος της περιγραφής πέφτει στους έτοιμους να τιμωρήσουν ασπάλαθους, που συνειρμικά θα προκαλέσουν την ποιητική ιδέα. 
-η εικόνα των σκουριασμένων πετρών (αδιαφορία των Νεοελλήνων για την πολιτιστική μας παράδοση;) ολοκληρώνεται με την πετυχημένη παρομοίωση του 6ου στ.: ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός επιζεί ακόμη και μας δείχνει τον ορθό δρόμο συμπεριφοράς και δράσης. Τα αποσιωπητικά, που συνοδεύουν το επίρρημα ακόμη, δείχνουν την ασταμάτητη συνέχεια της μετάδοσης του ήχου της άρπας.

Στη δεύτερη στροφική ενότητα (στ. 8-18) προσέχω:
-την επιγραμματική διατύπωση (Γαλήνη) που αποδίδει όχι μόνο την ατμόσφαιρα εκείνης της στιγμής αλλά και την εσωτερική γαλήνη/συγκέντρωση του ποιητή.
-η επόμενη ερώτηση -ανεξαρτήτως του αποδέκτη της-  ενισχύει τη δραματικότητα αλλά και λειτουργεί ως ‘γέφυρα’ για το πέρασμα στην πλατωνική περικοπή.
-πρωτότυπη η μεταφορά των στ. 9-10: του μυαλού τ’αυλάκια είναι η μνήμη.
-αξιοσημείωτη η διαπίστωση των στ. 11-12: πάμπολλα σημάδια της αρχαίας εποχής έχουν παραμείνει ανεξίτηλα πάνω μας.
-την αναλυτική και κλιμακούμενη περιγραφή της τιμωρίας του μισητού τυράννου, όπως εξάλλου κάνει και ο Πλάτων: προειδοποίηση και υπενθύμιση ποια συμφορά μπορεί να βρει τους δικτάτορες της χουντικής Ελλάδας αλλά και κάθε επίδοξο τύραννο. Ο στ. 18 τονίζει ιδιαίτερα την τραγική απόληξή τους.
-Τάρταρο: οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι επρόκειτο για ένα σκοτεινό χάσμα στο βάθος της γης· οι Αθηναίοι έριχναν τους κακούργους μετά της εκτέλεσή τους σε μια τάφρο.

Στην τρίτη στροφική ενότητα (στ. 19-20) προσέχω:
-την επανάληψη της προειδοποίησης με λακωνικότερο και επιγραμματικό τώρα τρόπο, που θυμίζει γνωμικό.
-την επανάληψη του πρώτου συνθετικού παν- (παμ-) στα δύο επίθετα, που δηλώνει την αναπόφευκτη μοίρα όλων (στα Αρχαία Ελληνικά: πάντων) των τυράννων.
-Αρδιαίοι ονομαζόταν μια ιλλυρική φυλή που κατοικούσε στις ακτές της Αδριατικής· είναι  αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι το επίθετο μέγας, που αποδίδει ο Πλάτων στον τύραννο της Παμφυλίας, ο Σεφέρης το μετατρέπει σε πανάθλιος: κανείς από αυτούς ας μην πιστέψει ούτε για λίγο ότι υπήρξε μέγας, καθότι η ιστορική πείρα διδάσκει το ακριβώς αντίθετο.

                           Δήλωση του Γ. Σεφέρη κατά της απριλιανής δικτατορίας   
                              
     Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου.   
     Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
    Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
    Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
    Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
    Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
    Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
    Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
    Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
(είναι καταχωρισμένη ως παράλληλο κείμενο και στα ΚΝΛ Β΄ Λυκείου-Βιβλίο του Καθηγητή, σσ.133-4).
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/758#ixzz37onuDywd





                                                                    Ελένη
                                                          (ΚΝΛ σσ. 209-213)

Εισαγωγικό σημείωμα:  Επισημαίνω και λαβαίνω υπόψη μου:
-ότι το ποίημα γράφηκε το 1953 στην Κύπρο, που τότε βρισκόταν υπό αγγλική κηδεμονία. Δύο χρόνια αργότερα θα ξεκινήσει ο αγώνας των Κυπρίων για την απαλλαγή του νησιού από το βρετανικό δεσποτισμό και την ένωσή του με την Ελλάδα. Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν ανακήρυξαν μεν την Κύπρο ανεξάρτητη δημοκρατία, αλλά εντός των πλαισίων της βρετανικής Κοινοπολιτείας, και παραχώρησαν δυσανάλογα με τον πληθυσμό της πολιτικά δικαιώματα στην τουρκική μειονότητα, που τότε αντιπροσώπευε μόνον το 18% του συνολικού πληθυσμού. 
-τους αρχαίους μύθους που αποτελούν τον πυρήνα του ποιήματος· ο Σεφέρης υιοθετεί την εκδοχή του μύθου που πραγματεύεται ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του.
-τα τρία αποσπάσματα που ο ποιητής καταχωρίζει ως μότο (=γνωμικό, απόφθεγμα ή στίχοι ανάμεσα στον τίτλο και στο ποιητικό σώμα, που σχετίζονται νοηματικά με το περιεχόμενο του ποιήματος)· ειδικότερα εντοπίζω το ρόλο του Τεύκρου/πρόσφυγα (πίσω από αυτόν κρύβεται ο ίδιος ο ποιητής/πρόσφυγας), την παραδοχή της Ελένης και την τραγική διαπίστωση του αγγελιαφόρου.

Σχόλια

Στην πρώτη στροφική ενότητα  (στ. 1-8) επισημαίνω:
-την κυριολεκτική χρήση μιας κοινολεξίας, που γι’αυτό περικλείεται σε εισαγωγικά: το κελάηδημα του αηδονιού (που θα επανεμφανιστεί στο ποίημα: αηδόνι ντροπαλό - αηδόνι ποιητάρη - αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι - δακρυσμένο πουλί), θα προκαλέσει ξαγρύπνια στον ποιητή.
-τη συνομιλία Τεύκρου-αηδονιού, που θα υποκινήσει τη μνήμη και τις συνακόλουθες σκέψεις του Τεύκρου-ποιητή.
-την πρώτη, έμμεση αναφορά στον πόλεμο, από τον οποίο κάποιοι δεν θα επιστρέψουν ποτέ (στ. 4-5).
-την τυφλή φωνή, που κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπει στον κατά παράδοση τυφλό Όμηρο, ο οποίος περιέγραψε στην Ιλιάδα όχι μόνο τις άγριες συμπλοκές Αχαιών και Τρώων, αλλά και την επονείδιστη σκλαβιά πολλών Τρωαδιτισσών (Κασσάνδρα), που οι νικητές πήραν μαζί τους στο ταξίδι της επιστροφής για την Ελλάδα (στ. 6-8).
-το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας δεν είναι άλλο από τον τρελό χορό της οιστρηλατημένης από το θεό προφήτισσας Κασσάνδρας.

Στη δεύτερη στροφική ενότητα (στ. 9-22) επισημαίνω:
- τη μετάβαση, με ‘σκαλοπάτι’ τον πρώτο στίχο, στις Πλάτρες: το τοπωνύμιο μπορεί να είναι άγνωστο, το νησί μικρό, εντούτοις παντού η συμπεριφορά  των ανθρώπων είναι πολλές φορές ακατανόητη, εφόσον την ετεροκαθορίζουν οι θεοί και οι συχνές, απρόβλεπτες μεταβολές της μοίρας (η μοίρα που κυματίζει=μεταβάλλεται) (στ. 9-13).
-το αυτοβιογραφικό στοιχείο του ποιητή (στ. 11).
-τη μεταφορά του κυματισμού της μοίρας, της αέναης δηλ. μεταβολής της τύχης, που καθιστά το άτομο άβουλο υποχείριό της· στην περίπτωσή μας, πρόκειται για τη μοίρα του Τεύκρου που, κατηγορημένος γιατί δεν βοήθησε τον αδελφό του Αίαντα, εξορίστηκε και βρέθηκε στην Κύπρο (σε μιαν άλλη Σαλαμίνα) με χρησμό του Απόλλωνα (στ. 13-16).
-το στερνό σπαθί είναι η χαριστική βολή, το τελευταίο χτύπημα στη ζωή του Αίαντα που αυτοκτόνησε (στ. 14)
-την υποβλητική εικόνα του αναδυόμενου μες από τη θάλασσα φεγγαριού, όπως έγινε και με την Αφροδίτη, που κατά την παράδοση αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας στην Πάφο της Κύπρου. Το φεγγάρι όμως που όλα τ’αλλάζει εισάγει το θέμα της απάτης, του δόλου· γι’αυτό έρχεται τελείως φυσιολογικά η επόμενη ερώτηση: πού είν’η αλήθεια;, εφόσον το φεγγάρι άλλα τα αποκαλύπτει και άλλα τα κρύβει (στ. 17-20).
-τον αστερισμό του Τοξότη (στ. 18), που συμπίπτει με το ρόλο του Τεύκρου στον τρωικό πόλεμο (στ. 21).
-την επανάληψη του θέματος της μοίρας στο στ. 22 (ριζικό), που χειραγωγεί τον άνθρωπο προς εκεί όπου ποτέ δεν φαντάζεται πως θα φτάσει˙ έτσι, λοιπόν, ξαστοχά (=χάνει το στόχο του), όπως και ο Τεύκρος.

Στην τρίτη στροφική ενότητα (στ. 23-52) επισημαίνω:
-τον όρο ποιητάρης (=λαϊκός ποιητής στην κυπριακή διάλεκτο). Και ο Όμηρος στα προοίμια των επών του επικαλείται τη βοήθεια της Μούσας , για να του χαρίσει έμπνευση.
-τη σύνδεση παρόντος-παρελθόντος με συνδετικούς κρίκους τον ποιητή και τη νύχτα.
-την αναφορά στην εκδοχή του μύθου για την Ελένη, που ακολουθεί ο Ευριπίδης (στ. 24-27).
-την παραδοχή της Ελένης ότι στην Τροία μόνο το είδωλό της βρέθηκε (στ. 29-31).
-τη λεπτομερή και επίμονη περιγραφή της ‘ωραίας Ελένης’, της πραγματικής Ελένης που κατά βούληση των θεών (έτσι το θέλαν οι θεοί) βρέθηκε στην όχθη ενός Δέλτα (στην Αίγυπτο δηλ.) κι όχι στην Τροία (στ. 32-38). 
-το θέμα του δόλου, της απάτης, που επανέρχεται στον 40ό στ.: ο Πάρης τελικά πλάγιαζε μ’ έναν ίσκιο, που θεωρούσε γνήσιο άνθρωπο (!).
-την τραγική απόληξη, όπως η μοίρα και οι θεοί την προδιαγράφουν για τον ανυποψίαστο άνθρωπο: δέκα χρόνια σφαγής μάταιης, αναίτιας και, κυρίως, παράλογης  (στ. 42).
-τον αβάσταχτο πόνο του ποιητή για την πολυβασανισμένη πατρίδα του (στ. 43), που συνειρμικά φέρνει στο νου τη δική του φράση:  όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει (Με τον τρόπο του Γ.Σ.). 
-την ιδέα του άδικου χαμού που αναλύεται και εντείνεται δραματικά με τις ανάλογες μεταφορικές εκφράσεις: τα σαγόνια της θάλασσας και τα σαγόνια της γης φέρνουν στο νου μεγάλα σαρκοβόρα τέρατα,  η μυλόπετρα συνθλίβει τους πολεμιστές όπως το στάρι, τα ποτάμια βάφτηκαν κόκκινα  και πλημμύρισαν από το αδικοχαμένο αίμα (στ. 43-47).
-την επανάληψη του θέματος του κυματισμού, αλλά που τώρα είναι λινό, γιατί παραπέμπει στο αδειανό πουκάμισο του μεθεπόμενου (50ού) στίχου· το ίδιο ισχύει και για τη νεφέλη: αποδείχτηκαν όλα ονειρικά και φευγαλέα, σαν ένα σύννεφο που γρήγορα περνά, όσο γρήγορα φεύγει και χάνεται πετώντας μια πεταλούδα ή το πούπουλο ενός κύκνου (στ. 48-49). -την ερώτηση (για ποιο λόγο, λοιπόν, χάθηκε) κι ο αδελφός μου;, που πιθανόν παραπέμπει στους άδικους και αναιτιολόγητους αδελφοκτόνους πολέμους των Ελλήνων (στ. 51).
-την αβίαστη τώρα -σαν φυσιολογική κορύφωση της ανθρώπινης αγωνίας και απορίας για την παραφροσύνη του πολέμου- διατύπωση του εύλογου ερωτήματος: ποιος μπορεί να βρει και να πει τι είναι θεός; (στ. 52).

Στην τέταρτη στροφική ενότητα (στ. 53-68) επισημαίνω:
-το δακρυσμένο πουλί παραπέμπει στα αηδόνια και στο αηδόνι-ποιητάρη.
-την παράθεση των λόγων του Τεύκρου από την τραγωδία Ελένη του Ευριπίδη.
-την αμφιβολία του Τεύκρου αν όντως αυτό που συμβαίνει είναι ένα παραμύθι ή η σκληρή πραγματικότητα, ότι ανέκαθεν δηλ. ο άνθρωπος ήταν άθυρμα στα χέρια και στις διαθέσεις των θεών (στ. 55-59).
-το επιμύθιο του Τεύκρου που εκφράζει την υποψία, η οποία αποβαίνει σχεδόν βεβαιότητα, ότι το απάνθρωπο αυτό ‘παιχνίδι’, που στοίχισε τότε τη ζωή σε τόσες αθώες υπάρξεις, θα εξακολουθεί να ‘παίζεται’ από τους επιτήδειους, τους ισχυρούς του πλανήτη, τους πολεμοκάπηλους, που στο όνομα δήθεν υψηλών (βλ. πλαστών) ιδανικών (για ένα πουκάμισο αδειανό) στέλνουν στο θάνατο (στην άβυσσο) τον άνθρωπο-πραμάτεια, τον άνθρωπο-ευτελές αντικείμενο, τον άνθρωπο-σκουπίδι (στ. 60-68). 

Συμπέρασμα: Στο καλύτερο και τεχνικότερο ποίημα του Σεφέρη εκφράζεται το εθνικό παράπονο, η οδύνη, η απογοήτευση για φίλους και συμμάχους, που σε διάφορες ιστορικές στιγμές -και στην περίπτωση του κυπριακού αγώνα- έπεισαν τους Έλληνες να αγωνιστούν για τα πανανθρώπινα ιδανικά και τις αξίες, χωρίς όμως ποτέ να τους αναγνωρίσουν την πληρωμένη με το αδικοχαμένο αίμα πολύτιμη συνεισφορά τους.
Τα αναπάντητα όσο και αμείλικτα ερωτηματικά οδηγούν στον κλονισμό της ανθρώπινης πίστης: τ’ είναι θεός;  τι μη  θεός; Υπάρχει άραγε ελπίδα και από πού αυτή μπορεί να ανατείλει;





                                                Στράτη Μυριβήλη, Ζάβαλη μάικω    
                                                           (ΚΝΛ σσ. 277-79)

Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: Επισημαίνω από τα βιογραφικά του Στράτη Μυριβήλη (σ. 286) τη συμμετοχή του στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1914), την εμπειρία από τους  οποίους καταγράφει και στη σειρά των αντιπολεμικών διηγημάτων του Η ζωή εν τάφω.
Επισημαίνω την τεχνική της πλαστοπροσωπίας που εφαρμόζει ο συγγραφέας, υποδυόμενος το ρόλο του λοχία Κωστούλα (φανταστικό πρόσωπο), τις ανεπίδοτες επιστολές του οποίου ο Μυριβήλης (εννοείται ότι) φύλαξε, μελέτησε και εξέδωσε (σ. 273). Στο συγκεκριμένο διήγημα ο λοχίας φιλοξενείται λόγω τραυματισμού στο σπίτι ενός εχθρικού χωριού κοντά στο Μοναστήρι της Σερβίας.

Σχόλια

Στην πρώτη ενότητα (Είναι μια βδομάδα…το προφέρουν «ναι») επισημαίνω:

-την ανάγκη του φιλοξενούμενου στρατιώτη να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους που τον φιλοξενούν, γι’αυτό και πεισματικά βάλθηκε να μάθει το γλωσσικό τους ιδίωμα.
-τις διαπιστώσεις που ο ίδιος κάνει σχετικά με το ιδίωμα αυτό (προσέχω στην περιγραφή του ιδιώματος τις μεταφορικές εκφράσεις αντρίκεια φτογγολογία, μαλακιά θηλυκάδα, τις ακουστικές εικόνες ακούς να δρομίζουν βότσαλα και χαλίκια, την εύστοχη παρομοίωση σαν μιλάν ακούς…), σπουδαιότερη από τις οποίες είναι το πλήθος των ηχοποιημένων λέξεων της γλώσσας αυτής. Οι διαπιστώσεις προσεγγίζουν  καθαρά την επιστημονική γλωσσολογία.
-τα κωμικά αποτελέσματα της προσπάθειάς του να μιλήσει τη δυσκολοπρόφερτη αυτή γλώσσα, αλλά που τελικά ‘πιάνει τόπο’, μιας και καταφέρνει να κάνει τους συνομιλητές του να μαντέψουν τις απλές ιδέες που θέλει να εκφράσει.

Στη δεύτερη ενότητα (Μολαταύτα…σαν τ’απάτητο χιόνι) επισημαίνω:

-το γεγονός ότι η εκμάθηση του ιδιώματος έκανε το λοχία-συγγραφέα να ανακαλύψει το θησαυρό μιας πραγματικά αθώας ανθρώπινης ψυχής στο πρόσωπο της σπιτονοικοκυράς του Άντσιως.
-την ανιδιοτελή και ευγενική μορφή της Άντσιως, που με περισσή τρυφερότητα και στοργή περιποιείται και φροντίζει το φιλοξενούμενό της, σαν να επρόκειτο για δικό της παιδί. Διακρίνουμε δηλ. εδώ την πάντοτε αστείρευτη διάθεση της μητέρας -οποιασδήποτε μητέρας- για προσφορά στο συνάνθρωπο, πόσο μάλλον εάν αυτός είναι και τραυματίας.
-το ψυχικό μεγαλείο της σπιτονοικοκυράς κάνει το λοχία να πιστεύει πως και η έκφραση ευγνωμοσύνης του προς εκείνην θα τη μείωνε, θα φάνταζε πολύ μικρή σε σχέση με την απεραντοσύνη της υποχρέωσης που νιώθει.
- το θέμα, που εμμέσως πλην σαφώς θίγεται εδώ,  της ψυχικής δηλ. αγνότητας των απλών ανθρώπων της υπαίθρου (σαν τ’απάτητο χιόνι), που η ζωή τους δεν έχει ακόμη μολυνθεί από τη φθοροποιό δύναμη του πολιτισμού.
-το γεγονός ότι η Άντσιω έχει δύο γιους που υπηρετούν στο αντίπαλο στρατόπεδο δεν επηρεάζει στο ελάχιστο τη φιλόξενη καλοσύνη της.

Στην τρίτη ενότητα (Τούτοι εδώ μιλάνεχριστιανικόν κόσμο) επισημαίνω:

-το μίσος που νιώθουν οι κάτοικοι της περιοχής προς τους Σέρβους και τους Βούλγαρους και που προβάλλεται αντιθετικά προς τη συμπάθεια που τρέφουν για τους Έλληνες, επειδή οι τελευταίοι είναι ομόθρησκοι· το έντονο δηλ. θρησκευτικό συναίσθημα της απλοϊκής ψυχής τους επιβάλλεται σε κάθε άλλη διαφοροποίηση, εθνική ή πολιτική.

Στην τέταρτη ενότητα (Έτσι το πάρσιμοΖάβαλη μάικω) επισημαίνω:

-την καρτερική στάση της Άντσιως μπροστά στη δυστυχία να έχει και τα δύο παιδιά της στον πόλεμο· μοναδική της παρηγοριά η προσευχή.
-τη συμπονετική συμπεριφορά της προς το λοχία, γιατί τον θεωρεί κι αυτόν δυστυχισμένο θύμα του πολέμου· κι όμως ο λοχίας αυτός, που είχε μπροστά της και περιποιόταν ανυπόκριτα, θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τα παιδιά της, πράγμα που θα σήμαινε βαθύτατο χτύπημα στη δική της καρδιά. Εντούτοις, η αθώα και άδολη ψυχή της Άντσιως δεν μολεύεται με τέτοιες σκέψεις.
-την τραγική επίγνωση της σπιτονοικοκυράς ότι σε καιρό πολέμου όλες οι μανάδες του κόσμου υποφέρουν και λαχταρούν στιγμή με τη στιγμή να ξανασφίξουν ζωντανά τα παιδιά στην αγκαλιά τους.
-τη δραματική διαπίστωση ότι στα χέρια των κρατούντων, των ισχυρών οι απλοί και άφταιγοι άνθρωποι του λαού είναι απλώς πιόνια στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα.

Συμπέρασμα

Σε αυτό το διήγημα του Στράτη Μυριβήλη προβάλλονται έμμεσα ή άμεσα:

1.      Η αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο που ζει αρμονικά με το φυσικό του περιβάλλον και σε εκείνον που έχει μολυνθεί από τα αρνητικά στοιχεία του τεχνικού κυρίως πολιτισμού.
2.      Το γεγονός ότι οι άνθρωποι της πρώτης κατηγορίας διακρίνονται για την αυθεντικότητά τους, τον αυθορμητισμό τους, την ανθρωπιά τους, τη φιλειρηνική ζωή τους που αντικρούει τον οποιονδήποτε διαχωρισμό των ανθρώπων και την εκμετάλλευσή τους για αμφίβολης ποιότητας ιδανικά και ιδεολογίες.
3.      Η ιδέα της ειρήνευσης και της συναδέλφωσης των λαών.
4.      Ο παραλογισμός του πολέμου (πρβλ. Ελένη Γ. Σεφέρη).
5.      Η απροσωπόληπτη προσφορά του ανιδιοτελούς ανθρώπου.   
6.      Η εσώτερη ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε διαχρονικές αξίες και ιδανικά, που τον ωθούν να συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους του χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα.
7.      Η αξία της ουσιαστικής αγάπης, ικανής να καταρρίψει κάθε εμπόδιο και τεχνητό φραγμό διάκρισης.


  

                                               Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί
                                                       (ΚΝΛ σσ. 258-260)

Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις:

1.      Το Άξιον Εστί (1959) εγκαινιάζει την ώριμη περίοδο του ποιητή, μιας και αποτελεί σημαντική τομή στην ποιητική γραφή του Ελύτη: στη σύνθεση αυτή ο νομπελίστας ποιητής κατορθώνει να μετουσιώσει τα πιο γόνιμα στοιχεία της ποιητικής μας παράδοσης: την εκκλησιαστική Υμνογραφία, το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο, τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τα αρχαιοελληνικά κείμενα, την ελληνική και ξένη ποιητική παραγωγή.
2.      Το Άξιον Εστί αποτελείται από τρία μέρη, τη Γένεση, τα Πάθη και το Δοξαστικό, τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους από το διαφορετικό δομικό περιεχόμενο[1]. Όπως αντιλαμβανόμαστε αμέσως τόσο από το γενικό τίτλο όσο και από τους επιμέρους, η ποιητική σύνθεση απηχεί ενσυνείδητα τη διάρθρωση μιας Θείας Λειτουργίας και συγκεκριμένα την Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, που τελείται την τελευταία Παρασκευή πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Έτσι, στο πρώτο μέρος, οι επτά ψαλμοί της Γένεσης, ισάριθμοι με τις επτά ημέρες της Δημιουργίας, αναφέρονται στη δημιουργία του Κόσμου μες στη συνείδηση του ποιητή· το δεύτερο, αντανακλώντας τα Πάθη του Χριστού, έχει ως θέμα τις κακουχίες του ελληνικού λαού κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ενώ το τρίτο εξυμνεί, δοξάζει (Δοξαστικό) την ανάσταση και την αθανασία του κόσμου.  Η τελείως πρωτότυπη δομή του έργου φέρνει στο νου τη διάρθρωση μιας αρχαίας τραγωδίας με Πρόλογο (Γένεση), Επεισόδια (Αναγνώσματα), Στάσιμα (άσματα) και ΄Εξοδο (Δοξαστικό).
3.      Ειδικότερα, Τα Πάθη αποτελούνται από 18 ψαλμούς, 12 άσματα και 6 αναγνώσματα, που μορφικά παραπέμπουν στα Ευαγγέλια. Ψαλμοί, άσματα και αναγνώσματα είναι θεματικά ενωμένα μεταξύ τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το άσμα η΄ που αποτελεί ένα θρήνο αρμονικότατα συνδεδεμένο με το περιεχόμενο του προηγούμενου -τέταρτου- αναγνώσματος με τίτλο Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Ανάγνωσμα και άσμα αναφέρονται στην εξοντωτική πείνα του πρώτου χειμώνα της ιταλογερμανικής Κατοχής (1941-42), κατά τον οποίο βρήκαν το θάνατο 100000 Έλληνες, στην αντεθνική προδοσία των δωσίλογων και στις μαζικές εκτελέσεις ελλήνων αντιστασιακών.
4.      Γενικό χαρακτηριστικό των ασμάτων είναι η διαίρεσή τους σε οριζόντια ημιστίχια με ένα κόσμημα (ρόδακα) στο σημείο του χωρισμού τους. Η στιχουργική αυτή μορφή των ασμάτων ακολουθεί ανάλογους τρόπους δόμησης της εκκλησιαστικής Υμνογραφίας. Ειδικότερα, το άσμα η΄ έχει συντεθεί πάνω στο γνωστό εγκώμιο Αι γενεαί πάσαι της Μ. Παρασκευής.
5.      Στα άσματα η στίξη σπάνια δηλώνεται, επειδή η μοντέρνα ποίηση έδινε σε αυτήν αξία όχι συντακτική αλλά φωνητική, προσβλέποντας όχι τόσο στην ανάγνωση αλλά στην ορθή απαγγελία.  Επίσης, κάθε στίχος αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα κατά την παλαιά στιχουργική συνήθεια.

                                                            

                                                            Τα πάθη, άσμα η΄
Σχόλια
Στην πρώτη ενότητα (πρώτη στροφή) επισημαίνω:
-τη συγκίνηση του ποιητή που, βλέποντας το χιονισμένο τοπίο, αναθυμάται όχι μόνο τον τσουχτερό χειμώνα του 1941-42 αλλά και την ατίμωση ‘των δέντρων των κοιλάδων’, καθότι οι προσωπιδοφόροι/δήμιοι τα χρησιμοποιούσαν ως εργαλεία θανάτου για τους έλληνες αντιστασιακούς, κρεμώντας σε αυτά τις αγχόνες τους.
-‘άλλος αιώνας’ είναι η επόμενη μέρα, μια και οι μέρες της δυστυχίας φαίνονται αιώνες.
Στη δεύτερη ενότητα (δεύτερη στροφή) επισημαίνω:
-την υπερρεαλιστική τεχνοτροπία, με την οποία εμφαίνονται αφενός η παντελής έλλειψη ζωής (‘πράσινο αίμα’) και παρηγοριάς (στ. 9-10), αφετέρου η εφιαλτική παρουσία του θανάτου (‘φώναξα στις πύλες’ του Άδη)˙ το πένθος έχει κατακλύσει τα πάντα, φτάνει μέχρι το κέντρο, ‘τον πυρήνα’ της γης, ακόμη και ο ζωοδότης ήλιος μέσω του μίτου οδηγεί στο θάνατο αντί στη ζωή (στ. 11-16).
Στην τρίτη ενότητα (τρίτη στροφή) επισημαίνω:
-την αποστροφή προς τις πικραμένες λόγω πένθους γυναίκες -μανάδες, κόρες, συζύγους-, που παραπέμπει σε εικόνα των δημοτικών μας τραγουδιών: ο Χάροντας περνά μαζί με τους ‘αποθαμένους’ και από την ‘κρύα βρύση’ του χωριού, όπου οι μανάδες, πηγαίνοντας για νερό, αναγνωρίζουν τα παιδιά τους· τούτα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλα από τα χαρούμενα αγγελούδια τους (‘τ’αηδόνια των αγγέλων’).
-την τραγική διαπίστωση, ότι τώρα οι γυναίκες, αντί για νερό, τραβούν μέσ’από τα πηγάδια πτώματα αδικοσκοτωμένων: στην Κατοχή τα κουφάρια των εκτελεσμένων τα έριχναν στα πηγάδια.
Στην τέταρτη ενότητα (τέταρτη στροφή) επισημαίνω:
-την αγανάκτηση του ποιητή, που είναι πιο έντονη κι από τη φωτιά, μιας και δεν μπορεί να παραδεχτεί το γεγονός της φριχτής πείνας του λαού του (στ. 25-26), η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι οι κατακτητές τη λιγοστή σοδειά της ελληνικής γης τη μετέφεραν στη Γερμανία (στ. 27-28).
-τη μοναδική στις ερημωμένες από κατοίκους πολιτείες παρηγοριά και ενθάρρυνση αποτελούν τα συνθήματα, που έγραφαν στους τοίχους οι αντιστασιακές οργανώσεις (στ. 29-32).
Στην πέμπτη ενότητα (πέμπτη στροφή) επισημαίνω:
-τις προσωποποιήσεις και τη μεταφορά (στ. 33), που όμως παραπέμπουν στο πραγματικό γεγονός των αναγκαστικών συσκοτίσεων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με μόνο φως στα σπίτια αυτό των κεριών ή της λάμπας πετρελαίου.
-το συνδυασμό του χρόνου των συσκοτίσεων με την προχωρημένη ώρα της αγωνίας του ποιητή (στ. 34).
-τη σύνδεση του δεύτερου ημιστίχιου του στ. 35 τόσο με το πρώτο: όπου κι αν χτυπήσω, κανείς δε μου απαντά, όσο και με τον επόμενο  (36ο) στίχο: ό,τι κι αν θυμηθώ από το παρελθόν δυναμώνει τον πόνο της ψυχής μου, με ‘σκοτώνει’. 
-τη λειτουργία της ‘εμπειρικής’ μνήμης, που προλέγει ότι μαύρες ώρες φτάνουν (στ. 37-38)· ωστόσο, δεν είναι μακριά η ώρα που τα τέρατα, οι κατακτητές δηλ. και οι συνεργάτες τους, θα πληρώσουν ακριβά για τα εγκλήματά τους, μια και θα βασιλέψει πάλι η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη (στ. 39-40).
Στην τελευταία ενότητα (έκτη στροφή) επισημαίνω:
-την επανάληψη δίστιχων της πρώτης και δεύτερης στροφής, που υποβάλλει την ιδέα ότι ως την τελική λύτρωση, την απελευθέρωση δηλ., θα συνεχιστούν τα δεινά που υποφέρει ο ελληνικός λαός λόγω της στυγνής ιταλογερμανικής τυραννίας. 
                                            M. Kαραγάτση, Τα χταποδάκια
                                                    (ΚΝΛ σσ. 421-426)


Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις

-Eπισημαίνω από τα βιο-εργογραφικά στοιχεία του συγγραφέα (σ. 427) τον τρόπο με τον οποίο ο Μ. Καραγάτσης: 1. διαγράφει τους ήρωές του και 2. παρουσιάζει την ασφυκτική ζωή της επαρχιακής κοινωνίας, της οποίας αποκαλύπτει πολλές καθημερινές σκληρές όψεις.

Σχόλια

Στην πρώτη ενότητα (Οι νοτιάδεςη ψυχή του ανθρώπου) επισημαίνω:
-την περιγραφική και εικονοπλαστική δύναμη του συγγραφέα.
-τον προσδιορισμό του τοπικού και χρονικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εξελιχθεί η πλοκή του διηγήματος.
-τον προϊδεασμό του αναγνώστη μέσω του χειμωνιάτικου τοπίου για όσα δυσάρεστα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Στη δεύτερη ενότητα (Έτσι λοιπόνκαι θάβουν τον!) επισημαίνω:
-τη νατουραλιστική (άκρως ρεαλιστική) περιγραφή του ήρωα, που εικονίζεται στις πραγματικές του διαστάσεις, χωρίς καμιά διάθεση ωραιοποίησης: είναι άσχημος, κακοντυμένος, χτυπημένος και μεθυσμένος, γενικά ένα περιθωριοποιημένο άτομο, στο οποίο οι άλλες συντροφιές του καπηλειού δεν δίνουν την παραμικρή σημασία.
-την έντονη επιθυμία του Παναγιωτάκη να συνομιλήσει, να επικοινωνήσει με τους θαμώνες της ταβέρνας, να έχει -έστω για λίγο- μιαν ανθρώπινη και ανθρωπινή επαφή.
-τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης του Καραγάτση, με τον οποίο επιχειρεί να εισέλθει ακόμη βαθύτερα στο συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα και να το αναπαραστήσει με εντονότερα χρώματα.

Στην τρίτη ενότητα (Ακούμπησε το στράτσοστο μαγαζί μου!) επισημαίνω: 
-την υπογράμμιση από το συγγραφέα της ανάγκης του πρωταγωνιστή για επικοινωνία με το να τον παρουσιάζει να πίνει το ουζάκι του από δύο ποτηράκια, το δικό του και του υποθετικού (!) συντρόφου του.
-την ψυχογραφική δύναμη του Καραγάτση, που, εισδύοντας ως τα μύχια της ψυχής του Παναγιωτάκη, προσπαθεί να προσδιορίσει την/τις αιτία/ες της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του.
-το χαρακτηριστικό τρόπο ομιλίας/ιδιόλεκτο (μάγκικες εκφράσεις, τούρκικες λέξεις, ασυνταξίες στην προσπάθεια χρήσης  λογιότερης γλώσσας) τόσο του πρωταγωνιστή όσο και των άλλων προσώπων, που είναι δηλωτικός αφενός του κοινωνικού στρώματος, στο οποίο ανήκουν, αφετέρου της αντίληψης πως η έστω και προσποιητή χρήση ‘ανώτερης’ γλωσσικής μορφής τούς ‘ανεβάζει’ ως προς το κοινωνικό επίπεδο.

Στην τέταρτη ενότητα (Σαν ν’αποφάσισενα πιω ένα κρασί;) επισημαίνω:
-τη δήλωση για μιαν ακόμη φορά της ισχυρής διάθεσης του Παναγιωτάκη για συντροφικότητα, αφού -ο συγγραφέας τον εικονίζει να- φέρνει μαζί του  μες στο στρατσόχαρτο και δύο χταποδάκια, για να δελεάσει τον υποψήφιο συμπότη και συνομιλητή του.
-την απόρριψη του πρωταγωνιστή από τον μαγαζάτορα και τη συνακόλουθη αγανάκτηση και διαμαρτυρία του Παναγιωτάκη, αφού προφανώς και στη γυναίκα του είναι ανεπιθύμητος.

Στην πέμπτη ενότητα (Αργά κατάλαβεΚακία ανθρώπινη) επισημαίνω:
-τη συνέχιση της απόρριψης του Παναγιωτάκη και από τους θαμώνες, που μάλιστα, ενοχλημένοι από την προσβλητική συμπεριφορά του, τον αποδιώχνουν από το μαγαζί∙ το επεισόδιο όμως αυτό τους προκαλεί ακεφιά και δυσθυμία.
-την επιμονή του πρωταγωνιστή, που επανήλθε στην ταβέρνα και, γεμάτος παράπονο για την απάνθρωπη στάση των άλλων θαμώνων, τους εξομολογείται τον ενδόμυχο καημό του για επικοινωνία και κατανόηση από τους συνανθρώπους του, που όμως του έστρεψαν σκληρά τις πλάτες.

Στην έκτη- επιλογική- ενότητα (Τότε, κατάλαβε…τέλος διηγήματος) επισημαίνω:
-τη βαθιά απογοήτευση/αποκαρδίωση του πρωταγωνιστή για την ακατονόμαστη κακία των ανθρώπων∙ αξιοσημείωτο είναι εδώ το γεγονός ότι η ψυχική κατάσταση του Παναγιωτάκη συνδέεται περίτεχνα από τον συγγραφέα με το υγρό, χειμωνιάτικο τοπίο. Το διήγημα περατώνεται με το ίδιο σκηνικό της έναρξής του.
-την εσκεμμένη/ηθελημένη (για ποιο λόγο;) αδιαφορία των πελατών του καπηλειού.
-την επανάληψη σαν άνθρωπος, σαν άνθρωπος ακριβώς, που ίσως δηλώνει την προσωπική ενοχή του συγγραφέα/θαμώνα για την απάνθρωπη συμπεριφορά όλων.


Συμπερασματικά επισημαίνω στο διήγημα:  
-τον έντονο νατουραλισμό.
-την περιγραφική και ψυχογραφική δύναμη του Μ. Καραγάτση.
-τη φυσική και αέναη, λόγω καταβολών, ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία και συντροφικότητα.
-τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και την κατακριτέα σκληρή αδιαφορία προς το συνάνθρωπό μας.
-τις άδικες για συνανθρώπους μας προκαταλήψεις, που οδηγούν στον κοινωνικό ρατσισμό.





                           Κ. Καρυωτάκη, Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
                                                           (ΚΝΛ σσ. 181-183)

Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: Από τα βιο-εργογραφικά του ποιητή στοιχεία (σ. 186) επισημαίνω:
1.  την επαγγελματική σταδιοδρομία του Καρυωτάκη ως δημοσίου υπαλλήλου σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και να συνεπάγεται για έναν ευαίσθητο, ανήσυχο, στοχαστικό και προβληματισμένο δημιουργό),
2. τη γεμάτη κραυγές απόγνωσης αυτοκτονία του,
3. τα χαρακτηριστικά της ποίησης της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου και της γενιάς του ποιητή (ψυχικός κάματος, δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα, απαισιόδοξη διάθεση) σε συνδυασμό με την εθνική ταπείνωση, που έφερε η μικρασιατική καταστροφή (1922),
4. και τον έντονο (αυτο-) σαρκασμό και  σάτιρα του ποιητικού έργου του Καρυωτάκη.
Χαρακτηριστικός για το περιεχόμενο της καρυωτακικής ποίησης και ο τίτλος της συλλογής Νηπενθή: αυτά που διώχνουν (νη-) το πένθος, τη λύπη, τη θλίψη (ομηρικό επίθετο). Αξιοσημείωτη και η αφόρμηση του ποιητή για τη σύνθεση του συγκεκριμένου ποιήματος, το γεγονός δηλ. ότι έως τότε δεν είχε εκτιμηθεί και αναγνωριστεί από την κριτική η ποιητική του προσφορά.

Σχόλια  

Ι  Επί του τίτλου

-Μπαλάντα: πρόκειται για τετράστιχο λυρικό αφηγηματικό ποίημα, του οποίου οι πρώτες τρεις στροφές είναι οχτάστιχες και η τέταρτη τετράστιχη, ενώ ο καταληκτικός στίχος όλων των στροφών είναι ίδιος (μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι)· το μέτρο σε όλες τις στροφές είναι ιαμβικό (È), ενώ η ομοιοκαταληξία στην τελευταία στροφή πλεκτή (αβαβ), αφού στις υπόλοιπες τρεις ομοιοκαταληκτεί ο πρώτος με τον τρίτο στίχο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έβδομο και ο έκτος με τον όγδοο.
-Ο τίτλος, πέρα από το ποιητικό είδος, προσημαίνει και το θέμα, την πρόθεση δηλ. του ποιητή να γράψει μια μπαλάντα αφιερωμένη στους άδοξους ποιητές όλων των εποχών.
-Οπωσδήποτε το ποίημα έχει ως αφετηρία τις προσωπικές αμφιβολίες του Καρυωτάκη για την αξία και αρτιότητα της ποιητικής του τέχνης· γι’ αυτό και ο ποιητής αυτοσαρκάζεται εντάσσοντας και τον εαυτό του στη χορεία των άδοξων ποιητών.  

ΙΙ Επί του ποιητικού κειμένου

1η στροφή: μπορεί ποιητές όπως ο Βερλέν να πέρασαν δύσκολη ζωή (μισημένοι, άρχοντες ξεπεσμένοι και πικροί), ωστόσο έχουν αποκομίσει ένα τεράστιο κέρδος, την αναγνώριση της ποιητικής τους έμπνευσης (πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή)· μπορεί ποιητές όπως ο Ουγκό με την ανυπέρβλητη τέχνη τους να έκαναν ακόμη και τους ολύμπιους θεούς να τους φθονήσουν, σε σημείο που να επιζητούν εκδίκηση (την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε), εντούτοις εγώ θα αφιερώσω την μπαλάντα μου στους άσημους στιχουργούς, στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

2η στροφή: μπορεί ποιητές όπως ο Πόε ή ο Μποντλέρ να έζησαν ζωή δυστυχισμένη ή σαν νεκροί, κέρδισαν όμως την ανεκτίμητη Αθανασία, αφού πλέον είναι διάσημοι και φημισμένοι· αντίθετα, αφάνεια (έρεβος) και σιωπή βαριά (κανείς δεν ανιστορεί) σκεπάζει τους ανάξιους στιχουργούς, που προς τιμήν τους εγώ γράφω και αφιερώνω την μπαλάντα αυτή σαν προσφορά ιερή, σαν ιερό χρέος προς το πρόσωπό τους: μόνο τώρα  ο ποιητής αγγίζει το ποιητικό θέμα που εξήγγειλε στον τίτλο.
Η πρώτη και η δεύτερη στροφή χαρακτηρίζονται από έντονες αντιθέσεις: η πρώτη αφορά την άχαρη ζωή εμπνευσμένων ποιητών, που καταξιώθηκαν μέσω του έργου τους πολύ αργότερα (δύσκολη ζωή≠κατοπινή αναγνώριση)· η δεύτερη αναφέρεται στην ομολογία του Καρυωτάκη ότι, παρά την αναγνωρισμένη  αξία των ποιητών αυτών, επιθυμεί εδώ να ασχοληθεί με τους ατάλαντους εργάτες του ποιητικού λόγου (αναγνωρισμένοι≠άσημοι στιχουργοί).

3η στροφή: ο ποιητής εξηγεί τους λόγους της προτίμησής του να ασχοληθεί με τους άδοξους ποιητές: καταφρόνια, ασημότητα, τραγικές αυταπάτες, ολοκληρωτική λησμοσύνη· γι’αυτό αναλαμβάνει ο ίδιος, παρακινημένος και από νοσταλγία, να τους εξυμνήσει έστω και με θλιβερή (για τους πιο πάνω λόγους) μπαλάντα.  

4η στροφή (επωδός): αυτοσαρκαζόμενος ο Καρυωτάκης εντάσσει και τον εαυτό του στους ανάξιους στιχοπλόκους με το ερώτημα που θέτει στο στόμα του προσωποποιημένου Μέλλοντος τόσο για τον άδοξο ποιητή όσο και για την πενιχρή (=φτωχική, ασήμαντη, λειψή) μπαλάντα: η αμφιβολία βασανίζει το μυαλό του δημιουργού για την αρτιότητα της δικής του ποιητικής τέχνης.
Μολαταύτα, η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση του ‘ιδανικού αυτόχειρα’ ακυρώνει την όποια αμφιβολία του, μια και διακρίνεται για τον μουσικό και υποβλητικό τόνο της, την απόλυτη πειθαρχία στο εξωτερικό σχήμα της μπαλάντας, το βαθμιαίο από στροφή σε στροφή ξετύλιγμα του θέματος, την προσεγμένη και πλούσια ομοιοκαταληξία και τον καλοδουλεμένο στίχο της.  




                                                    Νίκου Καββαδία, Πούσι
                                                        (ΚΝΛ σσ. 244-5)

Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: από τα βιοεργογραφικά για τον ποιητή στοιχεία επισημαίνω την επαγγελματική ενασχόληση του Ν. Καββαδία, απόρροια της οποίας είναι το γεγονός ότι και στις τρεις ποιητικές συλλογές (Μαραμπού, Πούσι, Τραβέρσο) και στο πεζό του (Βάρδια) ο ασυρματιστής-ποιητής περιγράφει τις εμπειρίες του από τη ζωή της θάλασσας και των ναυτικών με το τελείως προσωπικό του ύφος. Από την άλλη συγκρατώ τη χρονολογία γραφής του συγκεκριμένου ποιήματος (1940), όταν δηλ. είχε ήδη ξεκινήσει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Σχόλια

1η στροφή: -πέρα από την οριοθέτηση του τόπου και του χρόνου, η ομίχλη, το βράδυ και ο αχανής ωκεανός (το καραβοφάναρο χαμένο), όπου αρμενίζει το πλοίο, δημιουργούν το κατάλληλο υποβλητικό σκηνικό, μες στο οποίο θα ενεργοποιηθεί η φαντασία, που θα πλάσει το όραμα, την οπτασία, το όνειρο. Έτσι, ο εσωτερικός μονόλογος του ποιητή μεταλλάσσεται σε διάλογο με την αγαπημένη γυναικεία μορφή.
- η φράση έφτασες χωρίς να σε προσμένω από τη μια δίνει το στίγμα της συνειρμικής λειτουργίας του ποιητή, από την άλλη αποτελεί και το πρώτο σημείο σύμπλεξης του πραγματικού (έπεσεχαμένο) με το φανταστικό (κι έφτασεςνα με δεις) στοιχείο.

2η στροφή: -οι αόριστοι της πρώτης στροφής τώρα μετατρέπονται σε ενεστώτες λόγω της ζωντανής παρουσίας  την ίδια αυτή στιγμή της λευκοντυμένης μορφής (κάτασπρα φοράς)· το λευκό χρώμα συνδέεται στη λογοτεχνία με οπτασίες και οράματα, ενώ ενδέχεται να συμβολίζει και την αγνότητα των αισθημάτων του ποιητή προς τη συγκεκριμένη παρουσία, την οποία περιβάλλει με ιδιαίτερη τρυφερότητα (έχεις βραχεί, πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου).
-εξακολουθεί και εδώ η σύμπλεξη του ονειρικού (κάτασπρατα μαλλιά σου) με το πραγματικό στοιχείο (κάτουεποχή).

3η στροφή: -στους δύο πρώτους στίχους, που αποτυπώνουν μέσω της τραχιάς ζωής των ναυτικών το πραγματικό στοιχείο (μας παραμονεύεικαδένες), αντιτίθενται οι δύο επόμενοι με την εκδήλωση ενδιαφέροντος του ποιητή προς το πλάσμα της φαντασίας του (μην κοιτάς...θα ζαλιστείς).

4η στροφή: -η σκληρή πραγματικότητα (βλαστημάΤοκοπίλα) εντείνει τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητή, που αποκαλύπτει τα συναισθήματά του: τον βασανίζουν τόσο ο φόβος όσο και η μάταιη, άσκοπη καρτερία για κάτι διαφορετικό που ίσως όμως ποτέ δεν θα έλθει· μοναδική λύτρωσή του από τα αδιέξοδα αυτά είναι ένας ενδεχόμενος θάνατος από γερμανική επίθεση κατά τη διάρκεια του πολέμου (περισκόπιο, τορπίλα). Τούτη η στάση του Ν. Καββαδία θυμίζει τη γνωστή φράση του Ν. Καζαντζάκη, χαραγμένη πάνω στην επιτύμβια στήλη: δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος. Τίθεται, ως εκ τούτου, εδώ το φιλοσοφικό ερώτημα: ποιος (και πότε) είναι πραγματικά ελεύθερος (ο) άνθρωπος;

5η στροφή: -στους δύο πρώτους στίχους (φανταστικό στοιχείο) ο ποιητής αποδιώχνει επιτακτικά (φύγε !) τη γυναικεία παρουσία με πίκρα και απογοήτευση, επειδή δεν μπόρεσε να τον καταλάβει, να τον νιώσει, να τον συμπονέσει, να του προσφέρει, έστω για πολύ λίγο, μιαν ανάσα ζωής και χαράς· η παρουσία της τελικά αποδείχτηκε ανώφελη. Δηλώνει όμως με αυτόν τον τρόπο ρητά αφενός την αποκοπή του από τη ζωή των στεριανών, αφετέρου το οριστικό και αμετάκλητο δέσιμό του με το υγρό στοιχείο, όπου κάποια στιγμή τού είναι γραφτό να χαθεί (έχωπέρ’απ’τις Εβρίδες).

Παρατηρήσεις:
1.      Διαπιστώνονται καθαρά στο ποίημα τα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά: αυτόματη γραφή, καταγραφή παραστάσεων, εικόνων και γεγονότων χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, χωρίς λογική συνάφεια, μηχανισμός του συνειρμού. 
2.      Το μέτρο του ποιήματος είναι τροχαϊκό (È) και η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές σταυρωτή (αββα), ενώ στις δύο τελευταίες πλεχτή (αβαβ).
3.      Η απλή, λιτή, επιγραμματική δημοτική γλώσσα διανθίζεται με ναυτικούς όρους και τοπωνύμια, που την καθιστούν πρωτότυπη.
4.      Απόλυτα εξισορροπημένα ανά δίστιχα το πραγματικό με το φανταστικό στοιχείο, που δρομολογούν τις έντονες αντιθέσεις παρουσίας≠απουσίας και θάλασσας≠στεριάς.


                                                     Παράλληλο κείμενο
                                                 Νίκου Καββαδία, Fata morgana[2]
                                            Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
                                            στάλα τη στάλα συναγμένο απ’το κορμί σου
                                            σε τάσι[3] αρχαίο, μπακιρένιο[4] αλγερινό,
                                            που κοινωνούσαν πειρατές, πριν πολεμήσουν.    

                                                                       *    *    *

                                             Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
                                             οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
                                             όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί,
                                             χτισμένο τότε στον Ευφράτη, στη Φοινίκη.
   
                                                                       *     *    *

                                              Σκουριά πυρόχρωμη[5] στις μίνες[6] του Σινά
                                              οι κάβες[7] της Γερακινής και το Στρατώνι[8]
                                              Για επίχρισμα η άγια σκουριά που μας γεννά
                                             μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

                                                                        *    *    *

                                             Πούθ’έρχεσαι; Απ’τη Βαβυλώνα
                                             Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα,
                                             Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα
                                             Πώς τη λένε; FATA MORGANA.


Σύντομη νοηματική ανάλυση: Ο ποιητής, εραστής τόσο της θάλασσας όσο και της γυναικείας μορφής, επιθυμεί για μιαν ακόμη φορά να γευτεί από το ζείδωρο στοιχείο όχι μόνο της θάλασσας αλλά και της γυναίκας, όπως συνέβαινε ανέκαθεν στη ζωή του ανθρώπου. Γιατί το στοιχείο αυτό ήταν, είναι και θα είναι ανεξίτηλο στο ανθρώπινο δέρμα, στην ανθρώπινη παρουσία, όπως παραμένει έντονο πάνω σε δερμάτινο πανί  το κερί, όπως παραμένει έντονη η μυρωδιά από κέδρο ή από λιβάνι. Όπως και η κόκκινη σκουριά διαπερνά το πετσί των εργατών των ορυχείων και δεν ξεπλένεται εύκολα. Αυτή η σκουριά έχει εισχωρήσει και στο δέρμα του ποιητή σαν επίχρισμα, τον έχει δηλ. οριστικά και αμετάκλητα διαποτίσει, όπως βέβαια και όλους τους ανθρώπους, γιατί πρόκειται για την ‘άγια’ σκουριά, τη γυναικεία δηλ. παρουσία, την αρχή της δημιουργίας αλλά και το πιθανό τέλος, στο οποίο μπορεί μοιραία να μας οδηγήσει.
Ποια είναι όμως αυτή η γυναίκα; Η αρχέγονη οντότητα, που δυναστεύει τη ζωή του άντρα, για την οποία αξίζει κάθε κίνδυνος και θυσία; Μια περιπλανώμενη τσιγγάνα, όπως η θάλασσα, που ο επίσης περιπλανώμενος ναυτικός μάταια επιζητεί; ΄Η μια οπτασία, ένα όραμα, ένα είδωλο της φαντασίας του ποιητή και τίποτε άλλο;      





[1] Βλ. Τάσου Λιγνάδη, Το Άξιον Εστί του Ελύτη Εισαγωγή, Σχολιασμός, Ανάλυση, Γ΄ έκδοση, Αθήνα 1977, σσ. 308-9.
[2] Την ονομασία αυτή δίνουν  οι Ιταλοί σε φαινόμενο αντικατοπτρισμού, που  παρατηρείται στο στενό της Μεσσήνης, ανάμεσα δηλ. στην Καλαβρία και στη Σικελία. Κατά το φαινόμενο αυτό, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, τα αντικείμενα στον ορίζοντα εμφανίζονται σύνθετα, δύο είδωλα δηλ. του ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά την κορυφή («ανώτερος αντικατοπτρισμός»).
Το όνομα είναι εξιταλισμένη μορφή του αντίστοιχου αγγλικού Μόργκαν λε Φέι, που ήταν μάγισσα και ετεροθαλής αδελφή του βασιλιά Aρθούρου· κατά την παράδοση στο ίδιο στενό βρισκόταν η κατοικία της μάγισσας.
[3] Μεταλλικό κύπελλο.
[4] Χάλκινο.
[5] Που έχει το χρώμα της φωτιάς.
[6] Μίνα: λαγούμι, όρυγμα.
[7] Κάβα: λατομείο, ορυχείο.
[8] Περιοχές της Χαλκιδικής με ορυχεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου