Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Κων. Θεοτόκη, Η τιμή και το χρήμα ΙΙ

                                              Κ. Θεοτόκη  Η τιμή και το χρήμα 
1. Περίληψη  

Κέρκυρα, αρχές του 20ού αιώνα. Σε μια φτωχογειτονιά της Χώρας η σιόρα Επιστήμη ετοιμάζεται για το καθημερινό μεροκάματο και λογαριάζει τα οικονομικά της οικογένειάς της, της οποίας η επιβἰωση εξαρτάται ουσιαστικά από εκείνην, μια και ο άντρας της είναι άνεργος και μεθοκοπά κάθε μέρα στην ταβέρνα. 
Ξαφνικά στο σπίτι εισβάλλουν τρεις λαθρέμποροι με την πραμάτεια τους, που προσπαθούν να ξεφορτωθούν εκεί, γιατί τους κυνηγά η αστυνομία. Ένας από την παρέα ονομάζεται Αντρέας και φαίνεται γνωστός της οικογένειας. Με κάποιο δισταγμό στην αρχή η σιόρα Επιστήμη κρύβει το παράνομο τσουβάλι και στους χωροφύλακες που ερευνούν ισχυρίζεται πως δεν είδε τίποτα.
Ύστερα από μερικές μέρες καταφθάνει στο σπίτι ο Αντρέας, για να παραλάβει το φορτίο, που τελικά με παζάρια πουλά στη σιόρα Επιστήμη. Κι όχι μόνον αυτό αλλά της ζητεί και δανεικά, αφού οι δουλειές του πηγαίνουν άσχημα. Στο νέο αίτημα του Αντρέα η σιόρα Επιστήμη ανταποκρίνεται και τον δανείζει με τόκο.
Η εμφάνιση στο σαλόνι της Ρήνης, της μεγαλύτερης θυγατέρας της Επιστήμης, θαμπώνει τον Αντρέα, που γοητεύεται από το κορίτσι. Αργότερα, στο καπηλειό, όπου συχνάζει η παρέα του Αντρέα, η συζήτηση περιστρέφεται τόσο γύρω από την Ρήνη, που φαίνεται πως απασχολεί τον Αντρέα, όσο και γύρω από την προίκα της. Ο νέος μαθαίνει τυχαία από τον πατέρα του κοριτσιού -και θαμώνα της ταβέρνας- ότι η κόρη του διαθέτει γερή προίκα, που μέρα με τη μέρα η Επιστήμη με τη δουλειά της φροντίζει να αυξάνει.
Όμως ένα αναπάντεχο γεγονός ταράζει τα νερά της οικογένειας της Επιστήμης. Από τις γειτόνισσές της η μητέρα της Ρήνης πληροφορείται ότι στο σπίτι της βρίσκεται απρόσκλητος ο Αντρέας, πράγμα που για τα ήθη της εποχής θεωρούνταν προσβολή για το κορίτσι και την οικογένειά του. Στην έντονη συζήτηση ανάμεσα στους τρεις που ακολουθεί, ο νέος δέχεται να αποκαταστήσει την τιμή της κοπέλας, αλλά ζητεί και προίκα εξακόσια τάλαρα, που η Επιστήμη αρνείται πεισματικά να του δώσει, παρά τις αναποτελεσματικές προτροπές της Ρήνης. Με τη θέση της κόρης του συμφωνεί κι ο πατέρας της, αλλά για την Επιστήμη ο κύβος έχει ριφθεί.
Όταν αργότερα ο Αντρέας μαθαίνει ότι κάποιος άλλος προορίζεται για γαμπρός της Ρήνης, νιώθει να φουντώνει μέσα του η ζήλια· μόνο την Ρήνη θέλει να πάρει, κι ας του στέκεται εμπόδιο η ισχυρογνωμοσύνη της σιόρας Επιστήμης. Γι’αυτό και πηγαίνει στο σπίτι της κοπέλας, την οποία πειθαναγκάζει, και υπό το φόβο της επικείμενης άφιξης της μητέρας της,  να τον ακολουθήσει στο δικό του σπίτι. Μόλις διαπιστώνει την απουσία της κόρης, η μητέρα ορμά να προλάβει το παράνομο ζευγάρι, προτού το κακό γίνει αγιάτρευτο, μια και υποψιαζόταν ότι όλα ήταν προσχεδιασμένα, προκειμένου στο τέλος ο Αντρέας να της ζητήσει περισσότερα τάλαρα. Μάταια όμως όλα, γιατί το ζευγάρι είχε ήδη προλάβει να φτάσει στο πατρικό του Αντρέα.
Στο χάσμα των δύο οικογενειών μεσολαβεί ο θείος του Αντρέα, που δηλώνει στην Επιστήμη ότι τώρα ο γαμπρός ζητεί χίλια τάλαρα, για να αγοράσει και καινούργιο καΐκι, αφού από χρέη τού είχαν κατασχέσει ένα άλλο. Μόνο με αυτόν τον όρο  ο ανιψιός του δέχεται να στεφανωθεί την κόρη της. Στις νέες προτάσεις του υποψήφιου γαμπρού η Επιστήμη είναι πάλι κάθετα αρνητική.
Υπό το βάρος της εξέλιξης αυτής η σχέση του ζευγαριού δοκιμάζεται: ο Αντρέας, συνεπικουρούμενος από τον θείο του, ανακοινώνει στην Ρήνη αφενός τον πλειστηριασμό του σπιτιού του, αφετέρου ότι φεύγει, για να βρει δουλειά σε άλλο ψαροκάικο. Από την έντονη λογομαχία του ζευγαριού η Ρήνη υποψιάζεται ότι ο Αντρέας έχει πάψει να την αγαπά. Ολομόναχη πλέον στο υπό δημοπράτηση ξένο σπίτι μονολογεί με τον εαυτό της και με περισσή δύναμη ψυχής αποφασίζει  ότι και χωρίς τον Αντρέα μπορεί να τα βγάλει πέρα, έστω κι αν αυτό σημαίνει ενδεχόμενη σύγκρουση με το τότε κοινωνικό κατεστημένο.
Ένα βράδυ έρχεται να βρει την κόρη η μητέρα της, που της υπόσχεται ότι θα επιδιώξει να συναντήσει τον Αντρέα, για να του δώσει τα εξακόσια τάλαρα, με μόνο όρο να στεφανωθεί την Ρήνη. Η κόρη εξομολογείται στη μητέρα της ότι είναι έγκυος.
Στην ψαραγορά της Κέρκυρας η Επιστήμη συναντά τον Αντρέα και τον θείο του την ώρα της δουλειάς· θείος και ανιψιός αρνούνται περιφρονητικά να συζητήσουν μαζί της. Πάνω σε έξαψη θυμού η Επιστήμη με μαχαίρι πληγώνει ελαφρά τον Αντρέα στο μπράτσο. Ενώ οι χωροφύλακες την οδηγούν στη φυλακή, υπόσχεται να δώσει στον υποψήφιο γαμπρό της και τα χίλια τάλαρα, που ζητούσε, αρκεί στο δικαστήριο εκείνος να την απαλλάξει από την κατηγορία.
Έτσι, ο Αντρέας, ξανανιωμένος από την καινούργια τροπή της υπόθεσης, εμφανίζεται στην Ρήνη, για να πάρει τα χρήματα και να κανονίσουν το γάμο τους.  Βρίσκει όμως την κοπέλα τελείως ψυχρή και αλλαγμένη, αφού είχε κατανοήσει ότι η αγάπη της και η τιμή της είχαν γίνει αντικείμενο ενός πολύ φτηνού παζαρέματος ανάμεσα στον Αντρέα και στη μητέρα της. Με το χρήμα, όπως λέει στο τέλος η Ρήνη, η αγάπη δεν ξαναγοράζεται!

2. Η κοινωνική θέση της γυναίκας, όπως μας την παρουσιάζει ο Κ. Θεοτόκης στο συγκεκριμένο διήγημα, εκπροσωπείται από τις δύο πρωταγωνίστριες του έργου: τη σιόρα Επιστήμη, εργατική, υπεύθυνη, προνοητική αλλά και αρκετά υπολογιστική με το χρήμα, λογική και συμπονετική από τη μια και την κόρη της Ρήνη, εργατική, υπάκουη, πρόθυμη, ευγενική, αποφασιστική και θαρραλέα από την άλλη. Και οι δυο τους όμως είναι θύματα των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής τους που έχουν να κάνουν τόσο με την τιμή της ελεύθερης κοπέλας όσο και με το θεσμό της προίκας. Από τον περίσφιχτο αυτό κλοιό η σιόρα Επιστήμη ‘πνίγεται’, μια και πιστεύει πως, αυξάνοντας το ποσό της προίκας, μπορεί ακόμη να διασώσει την υπόληψη της κόρης της, ενώ αντίθετα η Ρήνη απελευθερώνεται με τον προσωπικό της αγώνα, δίνοντας έτσι μια πρώτη γροθιά στις παλαιομοδίτικες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.
Το διήγημα του Θεοτόκη έχει να κάνει ακριβώς με το θέμα αυτό: πόσο δέσμιος ήταν ο άνθρωπος των αρχών του 20ού αιώνα σε τέτοιες αντιλήψεις και κατά πόσο αυτές καθόριζαν και σημάδευαν τη ζωή του. Γι’αυτό, πιστεύω, ενεργώντας λίγο ‘πονηρά’ ο συγγραφέας, ονομάτισε με αυτόν τον τίτλο το πνευματικό του πόνημα: η τιμή με τη διφορούμενη έννοιά της από τη μια και το χρήμα που είχε, έχει και θα έχει τη δύναμη όχι μόνο να αγοράζει τα υλικά προϊόντα αλλά και να εξαγοράζει την υπόληψη και αξιοπρέπεια του ατόμου από την άλλη.
Η Ρήνη, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της δείχνει τον καινούργιο δρόμο, που πρέπει να πάρουν οι άνθρωποι, συντρίβοντας καθετί οπισθοδρομικό και μειωτικό της προσωπικότητάς τους: πίστη στη δύναμη και αξία του ατόμου ως αυθύπαρκτης οντότητας, που με τον προσωπικό του αγώνα μπορεί να αντιμετωπίσει τις διάφορες δυσκολίες. Πίσω από τη θέση αυτή ‘κρύβεται’ ο Θεοτόκης με τις σοσιαλιστικές και ρηξικέλευθες για την εποχή ιδέες του.

3. Παρόμοιος είναι ο προβληματισμός και στο άλλο διήγημα του Θεοτόκη Αμάρτησε;
Καταδεικνύεται και εδώ η λεπτή θέση της γυναίκας, και μάλιστα της ελεύθερης κοπέλας, εάν τυχόν στραβοπατήσει λίγο και βρεθεί έξω από την κοινωνικά προδιαγεγραμμένη πορεία και συμπεριφορά.
Το ζήτημα αυτό απασχολεί, καταλαβαίνουμε, και τον συγγραφέα, που με το ερωτηματικό του τίτλου μάς μεταβιβάζει τη δική του απορία, προκειμένου να προβληματιστούμε και να πάρουμε θέση.
Έστω κι αν χαρακτηριστεί ως ‘αμαρτία’ ο ατελέσφορος έρωτας της κοπέλας για έναν παντρεμένο -γεγονός που πολλές φορές ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει, εφόσον του το επιβάλλει η φύση, για ποιο λόγο πρέπει η νέα να πληρώσει με τόσο ταπεινωτικό και προσβλητικό για την αξιοπρέπειά της τρόπο, ανάλογο των κοινωνικών πεποιθήσεων και της πατρικής βούλησης-αυθαιρεσίας; Η τιμωρία τέτοιου είδους την υποβιβάζει ως άτομο και ως προσωπικότητα: από το στοιχείο αυτό ακριβώς φαίνεται η υποβαθμισμένη την εποχή εκείνη θέση της γυναίκας.
Ο αυστηρών αρχών πατέρας αναγκάζει την ‘αμαρτωλή’ κόρη του να δεχτεί τα θεία δώρα, τη θεία μετάληψη δηλαδή, για να πειστεί ό ίδιος και να δείξει στον κοινωνικό περίγυρο ότι η κόρη του παραμένει αγνή, αλλιώς έπρεπε να ξεπλύνει την ντροπή του με το αίμα. Μήπως όμως έτσι γίνεται ο ίδιος αυτουργός μιας υποκριτικής αποκατάστασης της αξιοπρέπειας του παιδιού του; Πολλές φορές η κοινωνία με τις άκαμπτες συμβάσεις της υποχρεώνει τον άνθρωπο να φερθεί υποκριτικά, όπως δηλαδή δεν το θέλει και το νιώθει πραγματικά.
Ο Κ. Θεοτόκης ως αντικειμενικός κοινωνικός ανατόμος βάζει βαθιά το νυστέρι του στις κοινωνικές ‘πληγές’, με σκοπό να τις καυτηριάσει από τη μόλυνση, που προκαλούν τα απάνθρωπα κοινωνικά στερεότυπα, να τις απολυμάνει και να τις εμφανίσει πάλι επουλωμένες και υγιείς στον χειμαζόμενο από την κοινωνική υποκρισία άνθρωπο.
   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου